«Υπήρχανε λιόνταρια, ρινόκεροι και καμηλοπάρδαλεις.Τα πάντα βρίσκονταν εκεί» ανακαλεί σε μια αναλαμπή ενθουσιασμού. «Συχνά σκέφτομαι, ότι εκείνο επρόκειτο να γίνει μια από τις πιο μαγικές στιγμές της ζωής μου» Ήταν καθώς χτένιζε αυτό το αρχαίο τοπίο για τεκμήρια πρώιμων ανθρώπων και άλλων ανθρωποειδων, όπου ο Λύκευ πρωτό-ανέφερε την ιδέα της εγκαθίδρυσης  μιας συμπληρωματικής μελέτης πάνω στους άγριους χιμπατζήδες στην δύση, στo Απόθεμα, -Ρεύμα Γκόμπι Χιμπατζήδων.Τρία χρόνια αργότερα, το 1960, η Γκούταλ εισήλθε στο απόθεμα και ξεκίνησε την έρευνα της.

Τους πρώτους μερικούς μήνες στο Γκόμπι, οι μόνοι άνθρωποι που βρίσκονταν εκεί ήταν η ίδια, η μητέρα της, και ένας προσλαμβάνων βοηθός. «Ήθελα να ήμουν μόνη μου,» εξηγεί, «δεν μου το επέτρεψαν όμως.» Η Γκόυνταλ κάνοντας μια παύση επανα-επισκέπτεται εκείνη την περίοδο στο μυαλό της. «Ποτέ μου δεν θα λησμονήσω να περπατήσω επί της όχθης της Λίμνης Τανγκανύικα , και να κοιτάξω προς τα πάνω…» Εκεί πάνω, στα πυκνά δάση που κρύωνουν οι πεδιάδες, όπου ποταμοί ρέουν από απότομους λόφους μέχρι την άκρη του νερού, κατοικούσαν οι χιμπατζήδες τους οποίους είχε έρθει για να μελετήσει.Με την βοήθεια ενός θηροφύλακα, που εκτελούσε και χρέη συνοδού, η Γκούνταλ, και η μητέρα της έστησαν την ΄τέως στρατιωτική σκηνή τους . «Εάν ήθελες να μπει αέρας, εξηγεί, άνοιγες και έδενες τα πλαινά της σκηνής.» .«Πέρα από τον αέρα όμως έμπαιναν και οι αράχνες, σκορπιοί, και φίδια.»

 

Μολονότι η μητέρα της είχε τρομοκρατηθεί – «Ξέρεις, ότι φοβάμαι τις αράχνες!» – η Γκούνταλ, όπως φαίνεται ήταν άφοβη, ξεκινώντα από τις πλαγιές, για να εξερευνήσει το νέο της σπίτι. «Κάθησα εκεί, και δυσκολευόμουν να συνειδειτοποιήσω, ότι βρισκόμουν εκεί.Μου φαινόταν απολύτως απίστευτο.» Κατά την διάρκεια των πρώτων της περιορισμών εντός του πεδίου, η Γκούνταλ δυσκολεύτηκε να πλησιάσει τους χιμπατζήδες.Βέβαια, το άτομο που ονόμασε Ντέιβιντ Γκρέυμπερντ, αποδείχτηκε ως μια συγκεκριμένη έμπνευση, εκθέτοντας την σε μια πλευρά των χιμπατζήδων, που κανείς δεν είχε μέχρι τότε εξετάσει.Στο τέλος του Οκτωμβρίου του 1960, παρακολούθησε τον Ντέιβιντ από μακρυά, καθώς τρέφοταν με το φρέσκο πτώμα, πιθανόν ενός μικρού χοίρου – μια παρατήρηση που ερχόταν σε αντίθεση με την μέχρι τότε αντίληψη, πως οι χιμπατζήδες, πρόκειται για αυστήρως χορτοφάγα πλάσματα. «Η πανίδα παρεμπόδιζε το οπτικό μου πεδίο, και ο Ντέιβιντ είχε την πλάτη του προς εμένα…Επομένως εκείνο που είδα, ήταν το χέρι του να υψώνει το εργαλείο.Είδα τις κινήσεις.Και είδα, ότι ήταν προφανές πως τρεφόνταν…» Μόλις ο Ντέιβιντ είχε απομακρυνθεί, η Γκούνταλ πήγε να ερευνήσει και ανακάλυψε μακρά κομμάτια γρασιδιού τριγύρω.Παίρνωντας ένα από αυτά, το τοποθέτησε μέσα στην είσοδο απο μια κοινωνία μυρμηγκιών.Η ενόχληση προκάλεσε τα μυρμήγκια να βγουν .Οι χιμπατζήδες επομένως, θα τα έγλυφαν απο το γρασίδι.Έπειτα από συνεχείς θεάσεις αυτής της συμπεριφοράς η Γκούνταλ πήγε στον Λύκευ με αυτήν την ανακάλυψη.

Leave a Reply

Your email address will not be published.