“Ήτο δε άνθρωπός τις πλούσιος και ενεδύετο πορφύραν και στολήν βυσσίνην, ευφραινόμενος καθ’ ημέραν μεγαλοπρεπώς.

Ήτο δε πτωχός τις ονομαζόμενος Λάζαρος, όστις έκειτο πεπληγωμένος πλησίον της πύλης αυτού και επεθύμει να χορτασθή από των ψιχίων των πιπτόντων από της τραπέζης του πλουσίου, αλλά και οι κύνες ερχόμενοι έγλειφον τας πληγάς αυτού.

Απέθανε δε ο πτωχός και εφέρθη υπό των αγγέλων εις τον κόλπον του Αβραάμ, απέθανε δε και ο πλούσιος και ετάφη.

Και εν τω άδη υψώσας τους οφθαλμούς αυτού, ενώ ήτο εν βασάνοις, βλέπει τον Αβραάμ από μακρόθεν και τον Λάζαρον εν τοις κόλποις αυτού.

Και αυτός φωνάξας είπε, Πάτερ Αβραάμ, ελέησόν με και πέμψον τον Λάζαρον, διά να βάψη το άκρον του δακτύλου αυτού εις ύδωρ και να καταδροσίση την γλώσσαν μου, διότι βασανίζομαι εν τη φλογί ταύτη, είπε δε ο Αβραάμ, Τέκνον, ενθυμήθητι ότι απέλαβες συ τα αγαθά σου εν τη ζωή σου, και ο Λάζαρος ομοίως τα κακά, τώρα ούτος μεν παρηγορείται, συ δε βασανίζεσαι, και εκτός τούτων πάντων, μεταξύ ημών και υμών χάσμα μέγα είναι εστηριγμένον, ώστε οι θέλοντες να διαβώσιν εντεύθεν προς εσάς να μη δύνανται, μηδέ οι εκείθεν να διαπερώσι προς υμάς.

Είπε δέ, παρακαλώ σε λοιπόν, πάτερ, να πέμψης αυτόν εις τον οίκον του πατρός μου, διότι έχω πέντε αδελφούς, διά να μαρτυρήση εις αυτούς, ώστε να μη έλθωσι και αυτοί εις τον τόπον τούτον της βασάνου.

Leave a Reply

Your email address will not be published.