Γεννιέμαι κάθε φορά που το όχι μου είναι πιο δυνατό από την πλειοψηφία και ανακαλύπτω τη διαφορετικότητα μου. Γεννιέμαι καθώς συνειδητοποιώ πως οι αλυσίδες που με έχουν δεμένο, δεν είναι τόσο δυνατές όσο νόμιζα. Γεννιέμαι βλέποντας ανθρώπους να φυτεύουν ξανά δέντρα σε ένα καμένο δάσος. Ίσως γιατί ξέρω πως αν δε καταστρέφεις, δε μπορείς να ανθίσεις πουθενά”.

Ο άντρας βγήκε έξω από τη σκηνή. Ο γέροντας κοιτούσε το γαλανό ουρανό ατάραχος.

‘’Το διάβασα γέροντα.’’

‘’Και τι κατάλαβες;’’

’Ότι θέλω να ξαναγεννηθώ αλλά δε μπορώ.’’

‘’Γιατί;’’

‘’Βλέπω τοίχους παντού. Νιώθω εγκλωβισμένος.’’

‘’Έλα μαζί μου.’’

‘’Φοβάμαι πως δεν υπάρχει χώρος να περπατήσω.’

‘’Δρόμοι υπάρχουν μόνο για αυτούς που θέλουν να περπατήσουν.’’

‘’Και που θα σε βγάλουν;’’

‘’Όλοι οι δρόμοι σε βγάζουν κάπου, αρκεί να τους περπατήσεις ως το τέλος. Έλα μαζί μου.’’

Άρχισαν να περπατάνε σε μεγάλη ανηφόρα που οδηγούσε στην κορυφή του βουνού. Γύρω τους υπήρχαν δέντρα, χώμα και το άγγιγμα ενός κρύου αέρα που τους ανατρίχιαζε. Κάθε βήμα του άντρα, ήταν πιο σταθερό από το προηγούμενο. Έπειτα από λίγο, έφτασαν σε ένα σταυροδρόμι.

‘’Θα μου πεις τι πρόβλημα είχα;’’

‘’Είναι ευχάριστο που χρησιμοποιείς παρελθόν.’’

‘’Δε κατάλαβα γιατί το έκανα αυτό.’’

‘’Το έκανες γιατί θεραπεύτηκες.’’

‘’Τι είχα;’’

‘’Μπέρδεψες το φοβάμαι με το φοβούνται και το δε μπορούν με το δε μπορώ. Προχώρα.’’

Τότε o άντρας κοίταξε γύρω του. Ο ένας δρόμος οδηγούσε στην πόλη και ο άλλος στη κορυφή του βουνού.

‘’Ποιο δρόμο να ακολουθήσω γέροντα;’’

‘’Τον πιο δύσκολο γιε μου. Αυτός αξίζει.’’

‘’Είναι δύσκολο.’’

‘’Είναι ο προορισμός σου.’’

”Έπειτα ο άντρας κίνησε να φύγει. Προτού κάνει δυο βήματα, ο γέροντας του φώναξε.

Leave a Reply

Your email address will not be published.