‘’Φοβάμαι Γέροντα’’

‘’ Τι φοβάσαι;’’

‘’ Φοβάμαι τα πάντα.’’

‘’Δηλαδή;’’

‘’Φοβάμαι τις φωνές. Φοβάμαι τις γρήγορες ομιλίες. Φοβάμαι τους ανθρώπους που χαμογελούν ψεύτικα.’’

‘’Τι σκέφτεσαι να κάνεις;’’

‘’Σκέφτομαι να τινάξω τα μυαλά μου στον αέρα.’’

‘’ Μα η ζωή είναι δώρο που σου δίνεται μια φορά.’’

‘’Το ξέρω αλλά φοβάμαι.’’

Τότε ο γέροντας του έδωσε ένα χαρτί.

‘’Τι είναι αυτό;’’

‘’ Το βρήκα πριν πολλά χρόνια σε ένα νεκροταφείο. Μου έδωσε το κουράγιο να ξεπεράσω μια σπάνια αρρώστια. Από τότε το δίνω σε ανθρώπους που έχουν τα ίδια προβλήματα με εσένα.’’

‘’Τι πρόβλημα έχω;’’

‘’Θα σου πω όταν θεραπευτείς.’’

Ο γέροντας βγήκε από τη σκηνή. Ο άντρας πήρε το χαρτί με τα χέρια του να τρέμουν. Άρχισε να διαβάζει προσπαθώντας να συγκρατήσει τα δάκρυα του.

‘’Σε ένα χώρο που υπάρχουν νεκροί, που αργά ή γρήγορα θα τους συναντήσω και εγώ, θα σας πω τις φορές που γεννήθηκα ξανά. Δεν ξέρω αν είναι πολλές ή λίγες, αλλά είναι αληθινές.

Γεννιέμαι κάθε φορά που ξημερώνει μια καινούρια μέρα. Γεννιέμαι όταν ακουμπάω το χέρι ενός ετοιμοθάνατου και είναι ακόμα ζεστό. Γεννιέμαι όταν τα χωράφια είναι υγρά μετά από μια βροχή και έτοιμα να ανθίσουν. Γεννιέμαι όταν οι ιδέες κάποιων ανθρώπων, αναζωπυρώνονται με τα χρόνια όλο και περισσότερο.

Γεννιέμαι κάθε φορά που οι πόρτες των διαμερισμάτων παραμένουν ανοιχτές και με ένα πιάτο φαί στη πόρτα. Γεννιέμαι όταν συνειδητοποιώ πως δεν είναι μακριά το τέλος αλλά ούτε και η αρχή για να ένα καινούργιο ξεκίνημα. Το ένα μπλέκεται στο άλλο χωρίς να καταλαβαίνεις τη διαφορά.

Leave a Reply

Your email address will not be published.